- ετεός
- ἐτεός, -ή, -όν (Α)1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεήη πραγματικότητα3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇπράγματι, αληθινά4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» — αν πράγματι έτσι συμβαίνει.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με τους τ. ετά (πληθ. τού επιθ. ετός), ετάζω*. Η παραγωγή από αμάρτυρο ουσ. *ε-τύς δεν είναι πειστική. Το επίθημα τού τ. ετε(F)ός πιθ. αναλογικά προς το αντίθετό του κενε(F)ός, κεν(F)ός].
Dictionary of Greek. 2013.